ὑδρεύσεως

ὑδρεύσεως
ὑδρεύσεω̆ς , ὕδρευσις
irrigation
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ERGANA — Gr. Ε᾿ργάνη, cognom. Minervae, apud Athenicnses, quia omne opificium Sapientiae sit inventum. Ei sacra erant primitus Χάλκεια, i. e. Aeraria, quae etsi et ab opificum aliis celebrarentur, unde hoc festum Πάνδημον quoquo vocarunt, quasi totius… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κλειδοκράτορας — ο, θηλ. κλειδοκρατόρισσα 1. ο υπεύθυνος να κρατάει τα κλειδιά, ο κλειδούχος 2. (ειδ.) αυτός που ενεργεί το άνοιγμα και το κλείσιμο τών στροφίγγων παροχής τού νερού σε ένα δίκτυο υδρεύσεως με σωλήνες, κν. νεροκράτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλειδί +… …   Dictionary of Greek

  • παροχέτευση — η / παροχέτευσις, εύσεως, ΝΜΑ [παροχετεύω] η διοχέτευση υγρού, οχετού, αυλακιού, διώρυγας προς άλλη κατεύθυνση νεοελλ. 1. ιατρ. η απαγωγή έξω από το σώμα ή προς άλλο όργανο παθολογικών ή φυσιολογικών υγρών που παράγονται σε μεγάλη ποσότητα, για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”